Δείτε επίσης: απεριτοίχιστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεριτείχιστος η απεριτείχιστη το απεριτείχιστο
      γενική του απεριτείχιστου της απεριτείχιστης του απεριτείχιστου
    αιτιατική τον απεριτείχιστο την απεριτείχιστη το απεριτείχιστο
     κλητική απεριτείχιστε απεριτείχιστη απεριτείχιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεριτείχιστοι οι απεριτείχιστες τα απεριτείχιστα
      γενική των απεριτείχιστων των απεριτείχιστων των απεριτείχιστων
    αιτιατική τους απεριτείχιστους τις απεριτείχιστες τα απεριτείχιστα
     κλητική απεριτείχιστοι απεριτείχιστες απεριτείχιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απεριτείχιστος < α- + περιτειχίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

απεριτείχιστος[1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. απεριτείχιστοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας