↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατείχιστος η ατείχιστη το ατείχιστο
      γενική του ατείχιστου της ατείχιστης του ατείχιστου
    αιτιατική τον ατείχιστο την ατείχιστη το ατείχιστο
     κλητική ατείχιστε ατείχιστη ατείχιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατείχιστοι οι ατείχιστες τα ατείχιστα
      γενική των ατείχιστων των ατείχιστων των ατείχιστων
    αιτιατική τους ατείχιστους τις ατείχιστες τα ατείχιστα
     κλητική ατείχιστοι ατείχιστες ατείχιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατείχιστος < α- στερητ. + τειχίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ατείχιστος

  • ο μη περιβαλλόμενος από προστατευτικό τείχος, ανοχύρωτος
    η πόλη καταλήφθηκε εύκολα, καθώς ήταν ατείχιστη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία