ατείχιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαατείχιστος
- ο μη περιβαλλόμενος από προστατευτικό τείχος, ανοχύρωτος
- η πόλη καταλήφθηκε εύκολα, καθώς ήταν ατείχιστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατείχιστος
|
ατείχιστος
|