(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακυκλωτικός η ανακυκλωτική το ανακυκλωτικό
      γενική του ανακυκλωτικού της ανακυκλωτικής του ανακυκλωτικού
    αιτιατική τον ανακυκλωτικό την ανακυκλωτική το ανακυκλωτικό
     κλητική ανακυκλωτικέ ανακυκλωτική ανακυκλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακυκλωτικοί οι ανακυκλωτικές τα ανακυκλωτικά
      γενική των ανακυκλωτικών των ανακυκλωτικών των ανακυκλωτικών
    αιτιατική τους ανακυκλωτικούς τις ανακυκλωτικές τα ανακυκλωτικά
     κλητική ανακυκλωτικοί ανακυκλωτικές ανακυκλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακυκλωτικός < ανακυκλώνω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανακυκλωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία