ανακυκλωτικός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακυκλωτικός < ανακυκλώνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαανακυκλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανακύκλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανακυκλώνω, κυκλώνω και κύκλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακυκλωτικός
|