σερβίρισμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σερβίρισμα < σερβίρω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σερβίρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του σερβίρω
- παράθεση φαγητού, ποτού, κ.λπ.
- η ρίψη της μπάλας από παίκτη σε παίκτη ίδιας ομάδας (ποδόσφαιρο, βόλεϊ κ.λπ.)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σερβίρισμα