κοτσάνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοτσάνι | τα | κοτσάνια |
γενική | του | κοτσανιού | των | κοτσανιών |
αιτιατική | το | κοτσάνι | τα | κοτσάνια |
κλητική | κοτσάνι | κοτσάνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοτσάνι ουδέτερο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- την περνάω κοτσάνι: περνάω πολύ καλά