• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κοτσάνι

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Εκφράσεις
      • 1.2.3 Παράγωγες λέξεις
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοτσάνι τα κοτσάνια
      γενική του κοτσανιού των κοτσανιών
    αιτιατική το κοτσάνι τα κοτσάνια
     κλητική κοτσάνι κοτσάνια
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κοτσάνι < σλαβική кочан

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κοτσάνι ουδέτερο

  • (βοτανική) το λεπτό τμήμα φυτού που στηρίζει και συνδέει το φύλλο ή τον καρπό με το υπόλοιπο φυτό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • μίσχος

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • την περνάω κοτσάνι: περνάω πολύ καλά

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • κοτσάνα
  • κοτσανάκι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κοτσάνι
  • αγγλικά : stem (en), stalk (en)
  • γερμανικά : Stängel (de), Strunk (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοτσάνι&oldid=4844309"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 14:05

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 14:05.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie