κοτσάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοτσάνα | οι | κοτσάνες |
γενική | της | κοτσάνας | — | |
αιτιατική | την | κοτσάνα | τις | κοτσάνες |
κλητική | κοτσάνα | κοτσάνες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοτσάνα < κοτσάνι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈt͡sa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐τσά‐να
- ομόηχο: Κοτσάνα (τοπωνύμιο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοτσάνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοτσάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κοτσάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κοτσάνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ κοτσάνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)