Δείτε επίσης: Κοτσάνα, Κότσανα, Κοτσανά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοτσάνα οι κοτσάνες
      γενική της κοτσάνας
    αιτιατική την κοτσάνα τις κοτσάνες
     κλητική κοτσάνα κοτσάνες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοτσάνα < κοτσάνι + μεγεθυντικό επίθημα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈt͡sa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐τσά‐να
ομόηχο: Κοτσάνα (τοπωνύμιο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοτσάνα θηλυκό

  1. βλακεία, χαζομάρα [1][2]
    ⮡  αμολάω / λέω / πετάω κοτσάνες
     συνώνυμα: → δείτε συνώνυμα στο βλακεία
  2. μεγάλο κοτσάνι [3]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κοτσάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κοτσάναΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. κοτσάνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)