Ετυμολογία

επεξεργασία
αμολάω < μεσαιωνική ελληνική ἀμολάρω από το ναυτικό όρο mola ή ammolla, ενετικής ή ιταλικής προέλευσης [1] (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.moˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μο‐λά‐ω

αμολάω, αόρ.: αμόλησα, παθ.φωνή: αμολιέμαι, π.αόρ.: αμολήθηκα, μτχ.π.π.: αμολημένος

  1. αφήνω κάτι ελεύθερο, χαλαρό
    ⮡  Αμόλα τις άγκυρες - τα σκοινιά
    1. άθελά μου, για κάτι που κανονικά πρέπει να το συγκρατώ ή που ενοχλεί τους άλλους
      ⮡  Ποιός την αμόλησε 'δω μέσα και βρωμοκοπάει ο τόπος;
      ⮡  Μην αμολήσεις άλλη κοτσάνα, φτάνει για σήμερα.
    2. επιθετικά, γαι κάτι-κάποιον που πρέπει να είναι συγκρατημένος και να ελέγχεται
      ⮡  Αμόλησαν τα σκυλιά και πήραν στο κυνήγι τους διαρρήκτες
      ⮡  Αμόλησαν τα ΜΑΤ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δεν συνηθίζεται η κλίση σε .[2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αμολάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).