αμολάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμολάω < μεσαιωνική ελληνική ἀμολάρω από το ναυτικό όρο mola ή ammolla, ενετικής ή ιταλικής προέλευσης [1] (Χρειάζεται επεξεργασία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.moˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μο‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααμολάω, αόρ.: αμόλησα, παθ.φωνή: αμολιέμαι, π.αόρ.: αμολήθηκα, μτχ.π.π.: αμολημένος
- αφήνω κάτι ελεύθερο, χαλαρό
- ⮡ Αμόλα τις άγκυρες - τα σκοινιά
- άθελά μου, για κάτι που κανονικά πρέπει να το συγκρατώ ή που ενοχλεί τους άλλους
- ⮡ Ποιός την αμόλησε 'δω μέσα και βρωμοκοπάει ο τόπος;
- ⮡ Μην αμολήσεις άλλη κοτσάνα, φτάνει για σήμερα.
- επιθετικά, γαι κάτι-κάποιον που πρέπει να είναι συγκρατημένος και να ελέγχεται
- ⮡ Αμόλησαν τα σκυλιά και πήραν στο κυνήγι τους διαρρήκτες
- ⮡ Αμόλησαν τα ΜΑΤ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΔεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ.[2]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμολάω - αμολώ | αμολούσα - αμόλαγα | θα αμολάω - αμολώ | να αμολάω - αμολώ | αμολώντας | |
β' ενικ. | αμολάς | αμολούσες - αμόλαγες | θα αμολάς | να αμολάς | αμόλα - αμόλαγε | |
γ' ενικ. | αμολάει - αμολά | αμολούσε - αμόλαγε | θα αμολάει - αμολά | να αμολάει - αμολά | ||
α' πληθ. | αμολάμε - αμολούμε | αμολούσαμε - αμολάγαμε | θα αμολάμε - αμολούμε | να αμολάμε - αμολούμε | ||
β' πληθ. | αμολάτε | αμολούσατε - αμολάγατε | θα αμολάτε | να αμολάτε | αμολάτε | |
γ' πληθ. | αμολάν(ε) - αμολούν(ε) | αμολούσαν(ε) - αμόλαγαν - αμολάγανε | θα αμολάν(ε) - αμολούν(ε) | να αμολάν(ε) - αμολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμόλησα | θα αμολήσω | να αμολήσω | αμολήσει | ||
β' ενικ. | αμόλησες | θα αμολήσεις | να αμολήσεις | αμόλα - αμόλησε | ||
γ' ενικ. | αμόλησε | θα αμολήσει | να αμολήσει | |||
α' πληθ. | αμολήσαμε | θα αμολήσουμε | να αμολήσουμε | |||
β' πληθ. | αμολήσατε | θα αμολήσετε | να αμολήσετε | αμολήστε | ||
γ' πληθ. | αμόλησαν αμολήσαν(ε) |
θα αμολήσουν(ε) | να αμολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμολήσει | είχα αμολήσει | θα έχω αμολήσει | να έχω αμολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμολήσει | είχες αμολήσει | θα έχεις αμολήσει | να έχεις αμολήσει | έχε αμολημένο | |
γ' ενικ. | έχει αμολήσει | είχε αμολήσει | θα έχει αμολήσει | να έχει αμολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμολήσει | είχαμε αμολήσει | θα έχουμε αμολήσει | να έχουμε αμολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμολήσει | είχατε αμολήσει | θα έχετε αμολήσει | να έχετε αμολήσει | έχετε αμολημένο | |
γ' πληθ. | έχουν αμολήσει | είχαν αμολήσει | θα έχουν αμολήσει | να έχουν αμολήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αμολημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αμολημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αμολημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αμολημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμολιέμαι | αμολιόμουν(α) | θα αμολιέμαι | να αμολιέμαι | ||
β' ενικ. | αμολιέσαι | αμολιόσουν(α) | θα αμολιέσαι | να αμολιέσαι | ||
γ' ενικ. | αμολιέται | αμολιόταν(ε) | θα αμολιέται | να αμολιέται | ||
α' πληθ. | αμολιόμαστε | αμολιόμαστε αμολιόμασταν |
θα αμολιόμαστε | να αμολιόμαστε | ||
β' πληθ. | αμολιέστε | αμολιόσαστε αμολιόσασταν |
θα αμολιέστε | να αμολιέστε | αμολιέστε | |
γ' πληθ. | αμολιούνται | αμολιόνταν(ε) αμολιούνταν αμολιόντουσαν |
θα αμολιούνται | να αμολιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμολήθηκα | θα αμοληθώ | να αμοληθώ | αμοληθεί | ||
β' ενικ. | αμολήθηκες | θα αμοληθείς | να αμοληθείς | αμολήσου | ||
γ' ενικ. | αμολήθηκε | θα αμοληθεί | να αμοληθεί | |||
α' πληθ. | αμοληθήκαμε | θα αμοληθούμε | να αμοληθούμε | |||
β' πληθ. | αμοληθήκατε | θα αμοληθείτε | να αμοληθείτε | αμοληθείτε | ||
γ' πληθ. | αμολήθηκαν αμοληθήκαν(ε) |
θα αμοληθούν(ε) | να αμοληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αμοληθεί | είχα αμοληθεί | θα έχω αμοληθεί | να έχω αμοληθεί | αμολημένος | |
β' ενικ. | έχεις αμοληθεί | είχες αμοληθεί | θα έχεις αμοληθεί | να έχεις αμοληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αμοληθεί | είχε αμοληθεί | θα έχει αμοληθεί | να έχει αμοληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αμοληθεί | είχαμε αμοληθεί | θα έχουμε αμοληθεί | να έχουμε αμοληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αμοληθεί | είχατε αμοληθεί | θα έχετε αμοληθεί | να έχετε αμοληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αμοληθεί | είχαν αμοληθεί | θα έχουν αμοληθεί | να έχουν αμοληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αμολημένος - είμαστε, είστε, είναι αμολημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αμολημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αμολημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αμολημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αμολημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αμολημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αμολημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αμολάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).