Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαμολάω < ξε- + αμολάω

ξαμολάω, αόρ.: ξαμόλησα, παθ.φωνή: ξαμολιέμαι, π.αόρ.: ξαμολήθηκα, μτχ.π.π.: ξαμολημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία