Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξαμολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξαμολημέν
ος
η
ξαμολημέν
η
το
ξαμολημέν
ο
γενική
του
ξαμολημέν
ου
της
ξαμολημέν
ης
του
ξαμολημέν
ου
αιτιατική
τον
ξαμολημέν
ο
την
ξαμολημέν
η
το
ξαμολημέν
ο
κλητική
ξαμολημέν
ε
ξαμολημέν
η
ξαμολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξαμολημέν
οι
οι
ξαμολημέν
ες
τα
ξαμολημέν
α
γενική
των
ξαμολημέν
ων
των
ξαμολημέν
ων
των
ξαμολημέν
ων
αιτιατική
τους
ξαμολημέν
ους
τις
ξαμολημέν
ες
τα
ξαμολημέν
α
κλητική
ξαμολημέν
οι
ξαμολημέν
ες
ξαμολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξαμολημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξαμολώ
και
ξαμολάω
Μετοχή
επεξεργασία
ξαμολημένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
ξαμολώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξαμολημένος