↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαμολημένος η ξαμολημένη το ξαμολημένο
      γενική του ξαμολημένου της ξαμολημένης του ξαμολημένου
    αιτιατική τον ξαμολημένο την ξαμολημένη το ξαμολημένο
     κλητική ξαμολημένε ξαμολημένη ξαμολημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαμολημένοι οι ξαμολημένες τα ξαμολημένα
      γενική των ξαμολημένων των ξαμολημένων των ξαμολημένων
    αιτιατική τους ξαμολημένους τις ξαμολημένες τα ξαμολημένα
     κλητική ξαμολημένοι ξαμολημένες ξαμολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαμολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαμολώ και ξαμολάω

ξαμολημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία