Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαμολιέμαι, παθητική φωνή του ξαμολάω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαμολιέμαι

→ δείτε τη λέξη ξαμολάω