Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹɪˈliːs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
release releases

release (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η απελευθέρωση, η ενέργεια του να απελευθερώνω ένα άτομο ή ένα ζώο· η κατάσταση του να είμαι απελεύθερος
    ⮡  the release of the slaves/the women - η απελευθέρωση των δούλων/γυναικών
    ⮡  the release of Greece from Turkish oppression - η απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των Τούρκων
    ⮡  the release of all prisoners - η απελευθέρωση όλων των κρατουμένων
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η έκδοση, η κυκλοφορία, η ενέργεια του να εκδίδω μια ταινία, ηχογράφηση ή άλλο προϊόν στο κοινό
    ⮡  the release of a book - η έκδοση ενός βιβλίου
    ⮡  The release of her new record was set for Easter.
    Η κυκλοφορία του νέου της δίσκου ορίστηκε για το Πάσχα.
    ⮡  It sold three million copies in the week of its release.
    Πούλησε τρία εκατομμύρια αντίτυπα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κυκλοφορίας.
  3. (μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η έκδοση, κάτι που διατίθεται στο κοινό, ειδικά μια νέα ταινία ή ηχογράφηση μουσικής
    ⮡  the latest releases from the Greek and international music scene - οι νέες κυκλοφορίες από την ελληνική και ξένη μουσική σκηνή
    ⮡  At the bookstore you can find all the newest releases.
    Στο βιβλιοπωλείο μας μπορείτε να βρείτε όλες τις νέες εκδόσεις.
  4. (μη μετρήσιμο, ενικός) η ανακοίνωση, η ενέργεια του να ανακοινώνω πληροφοριών στο κοινό
    ⮡  a press release - ανακοίνωση προς τον τύπο
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απελευθέρωση, η έκλυση, η ενέργεια του να αφήνω ένα αέριο, χημικό κτλ. να κινείται ή να ρέει ελεύθερα
    ⮡  the release of atomic energy - η απελευθέρωση της ατομικής ενέργειας
    ⮡  the release of gases/heat - η έκλυση αερίων/θερμότητας
  6. (μη μετρήσιμο, ενικός) η απελευθέρωση, η απαλλαγή, η αίσθηση ότι είμαι απαλλαγμένος από πόνο, ανησυχία ή κάποιο άλλο δυσάρεστο συναίσθημα
    ⮡  I had a feeling of release.
    Είχα ένα αίσθημα απελευθέρωσης.
    ⮡  release from suffering/from pain - απαλλαγή από τα βάσανα/από τους πόνους
ενεστώτας release
γ΄ ενικό ενεστώτα releases
αόριστος released
παθητική μετοχή released
ενεργητική μετοχή releasing

release (en)

  1. ελευθερώνω, απελευθερώνω, αφήνω, απολύω κάποιον από ένα μέρος όπου έχει φυλαχτεί ή έχει κολλήσει και δεν μπορεί να φύγει
    ⮡  They released all the political prisoners.
    Ελευθέρωσαν/Απελευθέρωσαν/Άφησαν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.
    ⮡  When they released him from prison…
    Όταν τον απόλυσαν από τη φυλακή…
  2. αφήνω, απολύω, σταματώ να κρατάω κάτι ή σταματώ να το κρατάω για να μπορεί να κινηθεί, να πετάξει, να πέσει κτλ.
    ⮡  Release the child/my arm!
    Άσε το παιδί/χέρι μου!
    ⮡  Don’t release the rope!
    Μην αφήνεις/απολύσεις το σχοινί!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη let go
  3. ελευθερώνω, λύνω, αφαιρώ ένα μέρος μιας μηχανής από μια σταθερή θέση που επιτρέπει σε κάτι άλλο να κινηθεί ή να λειτουργήσει
    ⮡  Release the handbrake!
    Ελευθέρωσε/Λύσε το χειρόφρενο!
  4. ανακοινώνω, κάνω γνωστές στο κοινό κάποιες πληροφορίες
    ⮡  The government released new tax measures.
    Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τα νέα φορολογικά μέτρα.
    ⮡  Tomorrow the exam results will be released.
    Αύριο θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη announce
  5. κυκλοφορώ μια ταινία, ηχογράφηση ή άλλο προϊόν στο κοινό
    ⮡  He released his first Christmas song.
    Κυκλοφόρησε το πρώτο του χριστουγεννιάτικο τραγούδι.
    ⮡  The new model of the car will be released in the spring.
    Το νέο μοντέλο του αυτοκινήτου θα κυκλοφορήσει την άνοιξη.
  6. αποδεσμεύω, διαθέτω κάτι που στο παρελθόν ήταν περιορισμένο
    ⮡  I can’t release the funds you’re asking me to.
    Δεν μπορώ να αποδεσμεύσω τα κεφάλαια που μου ζητάς.
  7. αποδεσμεύω, απαλλάσσω κάποιον από καθήκον, ευθύνη, σύμβαση κτλ.
    ⮡  The team released three soccer players.
    Η ομάδα αποδέσμευσε τρεις ποδοσφαιριστές.
    ⮡  He released me from the obligation.
    Με απάλλαξε από την υποχρέωση.
  8. χαλαρώνω, κάνω κάτι λιγότερο σφιχτό
    ⮡  He released the straps.
    Χαλάρωσε τα λουριά.
    ⮡  The tension was released.
    Χαλαρώθηκε η ένταση.