release
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
release | releases |
release (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η απελευθέρωση, η ενέργεια του να απελευθερώνω ένα άτομο ή ένα ζώο· η κατάσταση του να είμαι απελεύθερος
- ⮡ the release of the slaves/the women - η απελευθέρωση των δούλων/γυναικών
- ⮡ the release of Greece from Turkish oppression - η απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των Τούρκων
- ⮡ the release of all prisoners - η απελευθέρωση όλων των κρατουμένων
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η έκδοση, η κυκλοφορία, η ενέργεια του να εκδίδω μια ταινία, ηχογράφηση ή άλλο προϊόν στο κοινό
- ⮡ the release of a book - η έκδοση ενός βιβλίου
- ⮡ The release of her new record was set for Easter.
- Η κυκλοφορία του νέου της δίσκου ορίστηκε για το Πάσχα.
- ⮡ It sold three million copies in the week of its release.
- Πούλησε τρία εκατομμύρια αντίτυπα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κυκλοφορίας.
- (μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η έκδοση, κάτι που διατίθεται στο κοινό, ειδικά μια νέα ταινία ή ηχογράφηση μουσικής
- ⮡ the latest releases from the Greek and international music scene - οι νέες κυκλοφορίες από την ελληνική και ξένη μουσική σκηνή
- ⮡ At the bookstore you can find all the newest releases.
- Στο βιβλιοπωλείο μας μπορείτε να βρείτε όλες τις νέες εκδόσεις.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ανακοίνωση, η ενέργεια του να ανακοινώνω πληροφοριών στο κοινό
- ⮡ a press release - ανακοίνωση προς τον τύπο
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απελευθέρωση, η έκλυση, η ενέργεια του να αφήνω ένα αέριο, χημικό κτλ. να κινείται ή να ρέει ελεύθερα
- ⮡ the release of atomic energy - η απελευθέρωση της ατομικής ενέργειας
- ⮡ the release of gases/heat - η έκλυση αερίων/θερμότητας
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η απελευθέρωση, η απαλλαγή, η αίσθηση ότι είμαι απαλλαγμένος από πόνο, ανησυχία ή κάποιο άλλο δυσάρεστο συναίσθημα
- ⮡ I had a feeling of release.
- Είχα ένα αίσθημα απελευθέρωσης.
- ⮡ release from suffering/from pain - απαλλαγή από τα βάσανα/από τους πόνους
- ⮡ I had a feeling of release.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | release |
γ΄ ενικό ενεστώτα | releases |
αόριστος | released |
παθητική μετοχή | released |
ενεργητική μετοχή | releasing |
release (en)
- ελευθερώνω, απελευθερώνω, αφήνω, απολύω κάποιον από ένα μέρος όπου έχει φυλαχτεί ή έχει κολλήσει και δεν μπορεί να φύγει
- ⮡ They released all the political prisoners.
- Ελευθέρωσαν/Απελευθέρωσαν/Άφησαν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.
- ⮡ When they released him from prison…
- Όταν τον απόλυσαν από τη φυλακή…
- ⮡ They released all the political prisoners.
- αφήνω, απολύω, σταματώ να κρατάω κάτι ή σταματώ να το κρατάω για να μπορεί να κινηθεί, να πετάξει, να πέσει κτλ.
- ελευθερώνω, λύνω, αφαιρώ ένα μέρος μιας μηχανής από μια σταθερή θέση που επιτρέπει σε κάτι άλλο να κινηθεί ή να λειτουργήσει
- ⮡ Release the handbrake!
- Ελευθέρωσε/Λύσε το χειρόφρενο!
- ⮡ Release the handbrake!
- ανακοινώνω, κάνω γνωστές στο κοινό κάποιες πληροφορίες
- κυκλοφορώ μια ταινία, ηχογράφηση ή άλλο προϊόν στο κοινό
- ⮡ He released his first Christmas song.
- Κυκλοφόρησε το πρώτο του χριστουγεννιάτικο τραγούδι.
- ⮡ The new model of the car will be released in the spring.
- Το νέο μοντέλο του αυτοκινήτου θα κυκλοφορήσει την άνοιξη.
- ⮡ He released his first Christmas song.
- αποδεσμεύω, διαθέτω κάτι που στο παρελθόν ήταν περιορισμένο
- ⮡ I can’t release the funds you’re asking me to.
- Δεν μπορώ να αποδεσμεύσω τα κεφάλαια που μου ζητάς.
- ⮡ I can’t release the funds you’re asking me to.
- αποδεσμεύω, απαλλάσσω κάποιον από καθήκον, ευθύνη, σύμβαση κτλ.
- ⮡ The team released three soccer players.
- Η ομάδα αποδέσμευσε τρεις ποδοσφαιριστές.
- ⮡ He released me from the obligation.
- Με απάλλαξε από την υποχρέωση.
- ⮡ The team released three soccer players.
- χαλαρώνω, κάνω κάτι λιγότερο σφιχτό
- ⮡ He released the straps.
- Χαλάρωσε τα λουριά.
- ⮡ The tension was released.
- Χαλαρώθηκε η ένταση.
- ⮡ He released the straps.
Πηγές
επεξεργασία- release (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- release (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 49, 89, 93, 106, 147, 280, 484, 513. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακοίνωση, απαλλάσσω, απελευθέρωση, απολύω, αφήνω, ελευθερώνω, κυκλοφορία, λύνω