αποδεσμεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδεσμεύω < απο- + δεσμεύω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική entbinden
Ρήμα
επεξεργασίααποδεσμεύω (παθητική φωνή: αποδεσμεύομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδεσμεύω | αποδέσμευα | θα αποδεσμεύω | να αποδεσμεύω | αποδεσμεύοντας | |
β' ενικ. | αποδεσμεύεις | αποδέσμευες | θα αποδεσμεύεις | να αποδεσμεύεις | αποδέσμευε | |
γ' ενικ. | αποδεσμεύει | αποδέσμευε | θα αποδεσμεύει | να αποδεσμεύει | ||
α' πληθ. | αποδεσμεύουμε | αποδεσμεύαμε | θα αποδεσμεύουμε | να αποδεσμεύουμε | ||
β' πληθ. | αποδεσμεύετε | αποδεσμεύατε | θα αποδεσμεύετε | να αποδεσμεύετε | αποδεσμεύετε | |
γ' πληθ. | αποδεσμεύουν(ε) | αποδέσμευαν αποδεσμεύαν(ε) |
θα αποδεσμεύουν(ε) | να αποδεσμεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδέσμευσα | θα αποδεσμεύσω | να αποδεσμεύσω | αποδεσμεύσει | ||
β' ενικ. | αποδέσμευσες | θα αποδεσμεύσεις | να αποδεσμεύσεις | αποδέσμευσε | ||
γ' ενικ. | αποδέσμευσε | θα αποδεσμεύσει | να αποδεσμεύσει | |||
α' πληθ. | αποδεσμεύσαμε | θα αποδεσμεύσουμε | να αποδεσμεύσουμε | |||
β' πληθ. | αποδεσμεύσατε | θα αποδεσμεύσετε | να αποδεσμεύσετε | αποδεσμεύστε | ||
γ' πληθ. | αποδέσμευσαν αποδεσμεύσαν(ε) |
θα αποδεσμεύσουν(ε) | να αποδεσμεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδεσμεύσει | είχα αποδεσμεύσει | θα έχω αποδεσμεύσει | να έχω αποδεσμεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδεσμεύσει | είχες αποδεσμεύσει | θα έχεις αποδεσμεύσει | να έχεις αποδεσμεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδεσμεύσει | είχε αποδεσμεύσει | θα έχει αποδεσμεύσει | να έχει αποδεσμεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδεσμεύσει | είχαμε αποδεσμεύσει | θα έχουμε αποδεσμεύσει | να έχουμε αποδεσμεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδεσμεύσει | είχατε αποδεσμεύσει | θα έχετε αποδεσμεύσει | να έχετε αποδεσμεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδεσμεύσει | είχαν αποδεσμεύσει | θα έχουν αποδεσμεύσει | να έχουν αποδεσμεύσει |
|