Δείτε επίσης: ἀποδεσμεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδεσμεύω < απο- + δεσμεύω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική entbinden

αποδεσμεύω (παθητική φωνή: αποδεσμεύομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία