↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδέσμευση οι αποδεσμεύσεις
      γενική της αποδέσμευσης* των αποδεσμεύσεων
    αιτιατική την αποδέσμευση τις αποδεσμεύσεις
     κλητική αποδέσμευση αποδεσμεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδεσμεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδέσμευση < αποδεσμεύω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποδέσμευση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποδεσμεύω
  2. (πληροφορική) η απελευθέρωση μνήμης που προηγουμένως είχε δεσμευθεί για κάποια εργασία
     αντώνυμα: δέσμευση

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία