αποδέσμευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδέσμευση | οι | αποδεσμεύσεις |
γενική | της | αποδέσμευσης* | των | αποδεσμεύσεων |
αιτιατική | την | αποδέσμευση | τις | αποδεσμεύσεις |
κλητική | αποδέσμευση | αποδεσμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδεσμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποδέσμευση < αποδεσμεύω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποδέσμευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποδεσμεύω
- (πληροφορική) η απελευθέρωση μνήμης που προηγουμένως είχε δεσμευθεί για κάποια εργασία
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδέσμευση
πληροφορική