Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελευθερώνω < αρχαία ελληνική ἐλευθερόω / ἐλευθερῶ < ἐλεύθερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.le.fθeˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λευ‐θε‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ελευθερώνω (παθητική φωνή: ελευθερώνομαι)

  1. αφήνω κάποιον ελεύθερο
  2. αφαιρώ δεσμά από κάποιον
  3. βγάζω εμπόδιο / πρόβλημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία