απελευθερωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απελευθερωτής < απελευθερώνω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική libérateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπελευθερωτής αρσενικό (θηλυκό: απελευθερώτρια)
- αυτός που απελευθερώνει
Επίθετο
επεξεργασίααπελευθερωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απελευθερωτής