απελευθερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απελευθερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπελευθερώνω < αρχαία ελληνική ἀπελευθερόω. Για σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική libérer.[1] Συχρονικά αναλύεται σε (απο-) απ- + ελευθερώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pe.le.fθeˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐λευ‐θε‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααπελευθερώνω, αόρ.: απελευθέρωσα, παθ.φωνή: απελευθερώνομαι, π.αόρ.: απελευθερώθηκα, μτχ.π.π.: απελευθερωμένος
- δίνω σε κάποιον την ελευθερία του
- επιτρέπω σε κάποιον ή σε κάτι να κινηθεί ελεύθερα, απαλλάσσω από περιορισμούς
- (φυσική) εκλύω
- από τη σχάση του ατόμου απελευθερώνεται ενέργεια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απελευθερώνω | απελευθέρωνα | θα απελευθερώνω | να απελευθερώνω | απελευθερώνοντας | |
β' ενικ. | απελευθερώνεις | απελευθέρωνες | θα απελευθερώνεις | να απελευθερώνεις | απελευθέρωνε | |
γ' ενικ. | απελευθερώνει | απελευθέρωνε | θα απελευθερώνει | να απελευθερώνει | ||
α' πληθ. | απελευθερώνουμε | απελευθερώναμε | θα απελευθερώνουμε | να απελευθερώνουμε | ||
β' πληθ. | απελευθερώνετε | απελευθερώνατε | θα απελευθερώνετε | να απελευθερώνετε | απελευθερώνετε | |
γ' πληθ. | απελευθερώνουν(ε) | απελευθέρωναν απελευθερώναν(ε) |
θα απελευθερώνουν(ε) | να απελευθερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απελευθέρωσα | θα απελευθερώσω | να απελευθερώσω | απελευθερώσει | ||
β' ενικ. | απελευθέρωσες | θα απελευθερώσεις | να απελευθερώσεις | απελευθέρωσε | ||
γ' ενικ. | απελευθέρωσε | θα απελευθερώσει | να απελευθερώσει | |||
α' πληθ. | απελευθερώσαμε | θα απελευθερώσουμε | να απελευθερώσουμε | |||
β' πληθ. | απελευθερώσατε | θα απελευθερώσετε | να απελευθερώσετε | απελευθερώστε | ||
γ' πληθ. | απελευθέρωσαν απελευθερώσαν(ε) |
θα απελευθερώσουν(ε) | να απελευθερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απελευθερώσει | είχα απελευθερώσει | θα έχω απελευθερώσει | να έχω απελευθερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απελευθερώσει | είχες απελευθερώσει | θα έχεις απελευθερώσει | να έχεις απελευθερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απελευθερώσει | είχε απελευθερώσει | θα έχει απελευθερώσει | να έχει απελευθερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απελευθερώσει | είχαμε απελευθερώσει | θα έχουμε απελευθερώσει | να έχουμε απελευθερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απελευθερώσει | είχατε απελευθερώσει | θα έχετε απελευθερώσει | να έχετε απελευθερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απελευθερώσει | είχαν απελευθερώσει | θα έχουν απελευθερώσει | να έχουν απελευθερώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απελευθερώνομαι | απελευθερωνόμουν(α) | θα απελευθερώνομαι | να απελευθερώνομαι | ||
β' ενικ. | απελευθερώνεσαι | απελευθερωνόσουν(α) | θα απελευθερώνεσαι | να απελευθερώνεσαι | ||
γ' ενικ. | απελευθερώνεται | απελευθερωνόταν(ε) | θα απελευθερώνεται | να απελευθερώνεται | ||
α' πληθ. | απελευθερωνόμαστε | απελευθερωνόμαστε απελευθερωνόμασταν |
θα απελευθερωνόμαστε | να απελευθερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απελευθερώνεστε | απελευθερωνόσαστε απελευθερωνόσασταν |
θα απελευθερώνεστε | να απελευθερώνεστε | (απελευθερώνεστε) | |
γ' πληθ. | απελευθερώνονται | απελευθερώνονταν απελευθερωνόντουσαν |
θα απελευθερώνονται | να απελευθερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απελευθερώθηκα | θα απελευθερωθώ | να απελευθερωθώ | απελευθερωθεί | ||
β' ενικ. | απελευθερώθηκες | θα απελευθερωθείς | να απελευθερωθείς | απελευθερώσου | ||
γ' ενικ. | απελευθερώθηκε | θα απελευθερωθεί | να απελευθερωθεί | |||
α' πληθ. | απελευθερωθήκαμε | θα απελευθερωθούμε | να απελευθερωθούμε | |||
β' πληθ. | απελευθερωθήκατε | θα απελευθερωθείτε | να απελευθερωθείτε | απελευθερωθείτε | ||
γ' πληθ. | απελευθερώθηκαν απελευθερωθήκαν(ε) |
θα απελευθερωθούν(ε) | να απελευθερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απελευθερωθεί | είχα απελευθερωθεί | θα έχω απελευθερωθεί | να έχω απελευθερωθεί | απελευθερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απελευθερωθεί | είχες απελευθερωθεί | θα έχεις απελευθερωθεί | να έχεις απελευθερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απελευθερωθεί | είχε απελευθερωθεί | θα έχει απελευθερωθεί | να έχει απελευθερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απελευθερωθεί | είχαμε απελευθερωθεί | θα έχουμε απελευθερωθεί | να έχουμε απελευθερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απελευθερωθεί | είχατε απελευθερωθεί | θα έχετε απελευθερωθεί | να έχετε απελευθερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απελευθερωθεί | είχαν απελευθερωθεί | θα έχουν απελευθερωθεί | να έχουν απελευθερωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απελευθερωμένος - είμαστε, είστε, είναι απελευθερωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απελευθερωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απελευθερωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απελευθερωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απελευθερωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απελευθερωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απελευθερωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απελευθερώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απελευθερώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας