Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απελευθερωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απελευθερωμέν
ος
η
απελευθερωμέν
η
το
απελευθερωμέν
ο
γενική
του
απελευθερωμέν
ου
της
απελευθερωμέν
ης
του
απελευθερωμέν
ου
αιτιατική
τον
απελευθερωμέν
ο
την
απελευθερωμέν
η
το
απελευθερωμέν
ο
κλητική
απελευθερωμέν
ε
απελευθερωμέν
η
απελευθερωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απελευθερωμέν
οι
οι
απελευθερωμέν
ες
τα
απελευθερωμέν
α
γενική
των
απελευθερωμέν
ων
των
απελευθερωμέν
ων
των
απελευθερωμέν
ων
αιτιατική
τους
απελευθερωμέν
ους
τις
απελευθερωμέν
ες
τα
απελευθερωμέν
α
κλητική
απελευθερωμέν
οι
απελευθερωμέν
ες
απελευθερωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απελευθερωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απελευθερώνω
Μετοχή
επεξεργασία
απελευθερωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
απελευθερώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απελευθερωμένος
γαλλικά
:
libéré
(fr)