Ετυμολογία

επεξεργασία

απελευθερώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος απελευθερώνω

απελευθερώνομαι

  1. μου δίνουν την ελευθερία μου.
    Προχθές ο Ηλίας απελευθερώθηκε.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία