Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απελευθερώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος απελευθερώνω

  Ρήμα επεξεργασία

απελευθερώνομαι

  1. μου δίνουν την ελευθερία μου.
    Προχθές ο Ηλίας απελευθερώθηκε.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία