Δείτε επίσης: ἐκλύω, ελκύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλύω < αρχαία ελληνική ἐκλύω < ἐκ + λύω

  Ρήμα επεξεργασία

εκλύω (παθητική φωνή: εκλύομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία