εκλύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκλύω < αρχαία ελληνική ἐκλύω < ἐκ + λύω
Ρήμα
επεξεργασίαεκλύω (παθητική φωνή: εκλύομαι)
- ελευθερώνω στον περιβάλλοντα χώρο κάτι (ύλη, ενέργεια κ.λπ.) διαχέοντάς το
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκλύω | εξέλυα | θα εκλύω | να εκλύω | εκλύοντας | |
β' ενικ. | εκλύεις | εξέλυες | θα εκλύεις | να εκλύεις | έκλυε | |
γ' ενικ. | εκλύει | εξέλυε | θα εκλύει | να εκλύει | ||
α' πληθ. | εκλύουμε | εκλύαμε | θα εκλύουμε | να εκλύουμε | ||
β' πληθ. | εκλύετε | εκλύατε | θα εκλύετε | να εκλύετε | εκλύετε | |
γ' πληθ. | εκλύουν(ε) | εξέλυαν εκλύαν(ε) |
θα εκλύουν(ε) | να εκλύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέλυσα | θα εκλύσω | να εκλύσω | εκλύσει | ||
β' ενικ. | εξέλυσες | θα εκλύσεις | να εκλύσεις | έκλυσε | ||
γ' ενικ. | εξέλυσε | θα εκλύσει | να εκλύσει | |||
α' πληθ. | εκλύσαμε | θα εκλύσουμε | να εκλύσουμε | |||
β' πληθ. | εκλύσατε | θα εκλύσετε | να εκλύσετε | εκλύστε | ||
γ' πληθ. | εξέλυσαν εκλύσαν(ε) |
θα εκλύσουν(ε) | να εκλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκλύσει | είχα εκλύσει | θα έχω εκλύσει | να έχω εκλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκλύσει | είχες εκλύσει | θα έχεις εκλύσει | να έχεις εκλύσει | έχε εκλυμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκλύσει | είχε εκλύσει | θα έχει εκλύσει | να έχει εκλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκλύσει | είχαμε εκλύσει | θα έχουμε εκλύσει | να έχουμε εκλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκλύσει | είχατε εκλύσει | θα έχετε εκλύσει | να έχετε εκλύσει | έχετε εκλυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκλύσει | είχαν εκλύσει | θα έχουν εκλύσει | να έχουν εκλύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκλυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκλυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκλυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκλυμένο |