ἐλευθερόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐλευθερόω | |
Παρατατικός | ἠλευθέρουν | |
Μέλλοντας | ἐλευθερώσω | |
Αόριστος | ἠλευθέρωσα | |
Παρακείμενος | ἠλευθέρωκα | |
Υπερσυντέλικος | ἠλευθερώκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐλευθερόω < ἐλεύθερος + jω
Ρήμα επεξεργασία
ἐλευθερόω-ἐλευθερῶ
- ελευθερώνω κάποιον από δεσμά ή βάρη ή κατηγορίες, αλλά και απολύω. Παθητική φωνή ἐλευθεροῦμαι, ανάλογο του ελευθερώνομαι