Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐλευθερόω 
Παρατατικός  ἠλευθέρουν 
Μέλλοντας  ἐλευθερώσω 
Αόριστος  ἠλευθέρωσα 
Παρακείμενος  ἠλευθέρωκα 
Υπερσυντέλικος  ἠλευθερώκειν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλευθερόω < ἐλεύθερος + jω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐλευθερόω-ἐλευθερῶ

  1. ελευθερώνω κάποιον από δεσμά ή βάρη ή κατηγορίες, αλλά και απολύω. Παθητική φωνή ἐλευθεροῦμαι, ανάλογο του ελευθερώνομαι
    ἐλευθερόω τινά χρεών (τον απαλλάσσω από τα χρέη)
    ἐλευθερόω τινά φόνου (τον αθωώνω)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία