ελευθερώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελευθερώνομαι < παθητική φωνή του ρήμ. ελευθερώνω
Ρήμα
επεξεργασίαελευθερώνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελευθερώνομαι | ελευθερωνόμουν(α) | θα ελευθερώνομαι | να ελευθερώνομαι | ||
β' ενικ. | ελευθερώνεσαι | ελευθερωνόσουν(α) | θα ελευθερώνεσαι | να ελευθερώνεσαι | (ελευθερώνου) | |
γ' ενικ. | ελευθερώνεται | ελευθερωνόταν(ε) | θα ελευθερώνεται | να ελευθερώνεται | ||
α' πληθ. | ελευθερωνόμαστε | ελευθερωνόμαστε ελευθερωνόμασταν |
θα ελευθερωνόμαστε | να ελευθερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ελευθερώνεστε | ελευθερωνόσαστε ελευθερωνόσασταν |
θα ελευθερώνεστε | να ελευθερώνεστε | (ελευθερώνεστε) | |
γ' πληθ. | ελευθερώνονται | ελευθερώνονταν ελευθερωνόντουσαν |
θα ελευθερώνονται | να ελευθερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελευθερώθηκα | θα ελευθερωθώ | να ελευθερωθώ | ελευθερωθεί | ||
β' ενικ. | ελευθερώθηκες | θα ελευθερωθείς | να ελευθερωθείς | ελευθερώσου | ||
γ' ενικ. | ελευθερώθηκε | θα ελευθερωθεί | να ελευθερωθεί | |||
α' πληθ. | ελευθερωθήκαμε | θα ελευθερωθούμε | να ελευθερωθούμε | |||
β' πληθ. | ελευθερωθήκατε | θα ελευθερωθείτε | να ελευθερωθείτε | ελευθερωθείτε | ||
γ' πληθ. | ελευθερώθηκαν ελευθερωθήκαν(ε) |
θα ελευθερωθούν(ε) | να ελευθερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ελευθερωθεί | είχα ελευθερωθεί | θα έχω ελευθερωθεί | να έχω ελευθερωθεί | ελευθερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ελευθερωθεί | είχες ελευθερωθεί | θα έχεις ελευθερωθεί | να έχεις ελευθερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ελευθερωθεί | είχε ελευθερωθεί | θα έχει ελευθερωθεί | να έχει ελευθερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ελευθερωθεί | είχαμε ελευθερωθεί | θα έχουμε ελευθερωθεί | να έχουμε ελευθερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ελευθερωθεί | είχατε ελευθερωθεί | θα έχετε ελευθερωθεί | να έχετε ελευθερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ελευθερωθεί | είχαν ελευθερωθεί | θα έχουν ελευθερωθεί | να έχουν ελευθερωθεί |
#