αθωώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αθωώνω < αθώος + -ώνω παθητική φωνή αθωώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. αθωωμένος
Ρήμα
επεξεργασίααθωώνω
- απαλλάσσω κάποιον από τις κατηγορίες που τον βαραίνουν
- το Εφετείο τον αθώωσε παμψηφεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αθωώνω | αθώωνα | θα αθωώνω | να αθωώνω | αθωώνοντας | |
β' ενικ. | αθωώνεις | αθώωνες | θα αθωώνεις | να αθωώνεις | αθώωνε | |
γ' ενικ. | αθωώνει | αθώωνε | θα αθωώνει | να αθωώνει | ||
α' πληθ. | αθωώνουμε | αθωώναμε | θα αθωώνουμε | να αθωώνουμε | ||
β' πληθ. | αθωώνετε | αθωώνατε | θα αθωώνετε | να αθωώνετε | αθωώνετε | |
γ' πληθ. | αθωώνουν(ε) | αθώωναν αθωώναν(ε) |
θα αθωώνουν(ε) | να αθωώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αθώωσα | θα αθωώσω | να αθωώσω | αθωώσει | ||
β' ενικ. | αθώωσες | θα αθωώσεις | να αθωώσεις | αθώωσε | ||
γ' ενικ. | αθώωσε | θα αθωώσει | να αθωώσει | |||
α' πληθ. | αθωώσαμε | θα αθωώσουμε | να αθωώσουμε | |||
β' πληθ. | αθωώσατε | θα αθωώσετε | να αθωώσετε | αθωώστε | ||
γ' πληθ. | αθώωσαν αθωώσαν(ε) |
θα αθωώσουν(ε) | να αθωώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αθωώσει | είχα αθωώσει | θα έχω αθωώσει | να έχω αθωώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αθωώσει | είχες αθωώσει | θα έχεις αθωώσει | να έχεις αθωώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αθωώσει | είχε αθωώσει | θα έχει αθωώσει | να έχει αθωώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αθωώσει | είχαμε αθωώσει | θα έχουμε αθωώσει | να έχουμε αθωώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αθωώσει | είχατε αθωώσει | θα έχετε αθωώσει | να έχετε αθωώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αθωώσει | είχαν αθωώσει | θα έχουν αθωώσει | να έχουν αθωώσει |
|