Ετυμολογία

επεξεργασία
freisprechen < frei + sprechen

  Προφορά

επεξεργασία
 

freisprechen (de) (αόριστος freisprach, μετοχή μέλλοντα freigesprochen)

  • αθωώνω
    Das Gericht sprach den Angeklagten frei. - Το δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο.

Παράγωγα

επεξεργασία