freisprechen
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
freisprechen (de) (αόριστος freisprach, μετοχή μέλλοντα freigesprochen)
- αθωώνω
- Das Gericht sprach den Angeklagten frei. - Το δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο.