acquit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
acquit (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
acquit | acquits |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
acquit (fr) αρσενικό
- Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)
Εκφράσεις επεξεργασία
- Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.