ενεστώτας acquit
γ΄ ενικό ενεστώτα acquits
αόριστος acquitted
παθητική μετοχή acquitted
ενεργητική μετοχή acquitting

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈkwɪt/
 

acquit (en)

  1. αθωώνω, απαλλάσσω
    ⮡  She was acquitted thanks to her thorough defense.
    Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
    ⮡  He was acquitted of the charge.
    Απαλλάχτηκε από την κατηγορία.
  2. (επίσημο) συμπεριφέρομαι



      ενικός         πληθυντικός  
acquit acquits


  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ki/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

acquit (fr) αρσενικό

Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία