Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əˈkwɪt/
 

  Ρήμα επεξεργασία

acquit (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
acquit acquits


  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ki/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

acquit (fr) αρσενικό

Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία