acquit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | acquit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acquits |
αόριστος | acquitted |
παθητική μετοχή | acquitted |
ενεργητική μετοχή | acquitting |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαacquit (en)
- αθωώνω, απαλλάσσω
- ⮡ She was acquitted thanks to her thorough defense.
- Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
- ⮡ He was acquitted of the charge.
- Απαλλάχτηκε από την κατηγορία.
- ⮡ She was acquitted thanks to her thorough defense.
- (επίσημο) συμπεριφέρομαι
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
acquit | acquits |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacquit (fr) αρσενικό
- Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)
Εκφράσεις
επεξεργασία- Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.