Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευτερώνω < ελευθερώνω < αρχαία ελληνική ἐλευθερόω / ἐλευθερῶ < ἐλεύθερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.fteˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐τε‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

λευτερώνω (παθητική φωνή: λευτερώνομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία