ελεύθερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεύθερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ελεύθερος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈle.fθe.ɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελεύθερο ουδέτερο
- στυλ κολύμβησης
- η άδεια, η συγκατάθεση
- σου δίνω το ελεύθερο να πάρεις ότι θέλεις από εδώ μέσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- en:Front_crawl στη Βικιπαίδεια (στα αγγλικά}
- Διεθνείς κανονισμοί κολύμβησης (βλ. τομέα SW 5)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ελεύθερο