ελευθερώτρα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελευθερώτρα | οι | ελευθερώτρες |
γενική | της | ελευθερώτρας | — | |
αιτιατική | την | ελευθερώτρα | τις | ελευθερώτρες |
κλητική | ελευθερώτρα | ελευθερώτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελευθερώτρα < ελευθερωτής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ελευθερώτρα θηλυκό
- θηλυκό του ελευθερωτής
Άλλες μορφές Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
ελευθερώτρα
|