Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανελευθέρωτος η ανελευθέρωτη το ανελευθέρωτο
      γενική του ανελευθέρωτου της ανελευθέρωτης του ανελευθέρωτου
    αιτιατική τον ανελευθέρωτο την ανελευθέρωτη το ανελευθέρωτο
     κλητική ανελευθέρωτε ανελευθέρωτη ανελευθέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανελευθέρωτοι οι ανελευθέρωτες τα ανελευθέρωτα
      γενική των ανελευθέρωτων των ανελευθέρωτων των ανελευθέρωτων
    αιτιατική τους ανελευθέρωτους τις ανελευθέρωτες τα ανελευθέρωτα
     κλητική ανελευθέρωτοι ανελευθέρωτες ανελευθέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανελευθέρωτος < αν- στερητικό + ελευθερώ(νω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.leˈfθe.ɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐λευ‐θέ‐ρω‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανελευθέρωτος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία