αλευτέρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλευτέρωτος < ανελευθέρωτος
Επίθετο
επεξεργασίααλευτέρωτος
- άλλη μορφή του ανελευθέρωτος
- (το θηλυκό: αλευτέρωτη) για την έγκυο γυναίκα που δεν έχει γεννήσει ακόμη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ελευθερώνω και ελεύθερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλευτέρωτος
|