Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευτέρωτος η αλευτέρωτη το αλευτέρωτο
      γενική του αλευτέρωτου της αλευτέρωτης του αλευτέρωτου
    αιτιατική τον αλευτέρωτο την αλευτέρωτη το αλευτέρωτο
     κλητική αλευτέρωτε αλευτέρωτη αλευτέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευτέρωτοι οι αλευτέρωτες τα αλευτέρωτα
      γενική των αλευτέρωτων των αλευτέρωτων των αλευτέρωτων
    αιτιατική τους αλευτέρωτους τις αλευτέρωτες τα αλευτέρωτα
     κλητική αλευτέρωτοι αλευτέρωτες αλευτέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευτέρωτος < ανελευθέρωτος

  Επίθετο επεξεργασία

αλευτέρωτος

  1. άλλη μορφή του ανελευθέρωτος
  2. (το θηλυκό: αλευτέρωτη) για την έγκυο γυναίκα που δεν έχει γεννήσει ακόμη

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία