ελευθερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελευθερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελευθερώνω, ελευθερώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαελευθερωμένος -η -ο και λευτερωμένος
- που έχει ελευθερωθεί
ελευθερωμένος -η -ο και λευτερωμένος