Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευθέρωτος η αλευθέρωτη το αλευθέρωτο
      γενική του αλευθέρωτου της αλευθέρωτης του αλευθέρωτου
    αιτιατική τον αλευθέρωτο την αλευθέρωτη το αλευθέρωτο
     κλητική αλευθέρωτε αλευθέρωτη αλευθέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευθέρωτοι οι αλευθέρωτες τα αλευθέρωτα
      γενική των αλευθέρωτων των αλευθέρωτων των αλευθέρωτων
    αιτιατική τους αλευθέρωτους τις αλευθέρωτες τα αλευθέρωτα
     κλητική αλευθέρωτοι αλευθέρωτες αλευθέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευθέρωτος < ανελευθέρωτος

  Επίθετο επεξεργασία

αλευθέρωτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία