απελευθέρωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απελευθέρωση | οι | απελευθερώσεις |
γενική | της | απελευθέρωσης* | των | απελευθερώσεων |
αιτιατική | την | απελευθέρωση | τις | απελευθερώσεις |
κλητική | απελευθέρωση | απελευθερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απελευθερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απελευθέρωση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπελευθέρωσις[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απελευθέρωση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος απελευθερώνω, το να απελευθερώνεις κάποιον
- στις 26 Οκτωβρίου εορτάζεται η απελεύθερωση της Θεσσαλονίκης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απελευθέρωση
Επεξεργασία
- ↑ «απελευθέρωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.