↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδεσμευμένος η αποδεσμευμένη το αποδεσμευμένο
      γενική του αποδεσμευμένου της αποδεσμευμένης του αποδεσμευμένου
    αιτιατική τον αποδεσμευμένο την αποδεσμευμένη το αποδεσμευμένο
     κλητική αποδεσμευμένε αποδεσμευμένη αποδεσμευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδεσμευμένοι οι αποδεσμευμένες τα αποδεσμευμένα
      γενική των αποδεσμευμένων των αποδεσμευμένων των αποδεσμευμένων
    αιτιατική τους αποδεσμευμένους τις αποδεσμευμένες τα αποδεσμευμένα
     κλητική αποδεσμευμένοι αποδεσμευμένες αποδεσμευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδεσμευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδεσμεύω

αποδεσμευμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποδεσμεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία