αποδεσμεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποδεσμεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποδεσμεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδεσμεύομαι | αποδεσμευόμουν(α) | θα αποδεσμεύομαι | να αποδεσμεύομαι | αποδεσμευόμενος | |
β' ενικ. | αποδεσμεύεσαι | αποδεσμευόσουν(α) | θα αποδεσμεύεσαι | να αποδεσμεύεσαι | (αποδεσμεύου) | |
γ' ενικ. | αποδεσμεύεται | αποδεσμευόταν(ε) | θα αποδεσμεύεται | να αποδεσμεύεται | ||
α' πληθ. | αποδεσμευόμαστε | αποδεσμευόμαστε αποδεσμευόμασταν |
θα αποδεσμευόμαστε | να αποδεσμευόμαστε | ||
β' πληθ. | αποδεσμεύεστε | αποδεσμευόσαστε αποδεσμευόσασταν |
θα αποδεσμεύεστε | να αποδεσμεύεστε | (αποδεσμεύεστε) | |
γ' πληθ. | αποδεσμεύονται | αποδεσμεύονταν αποδεσμευόντουσαν |
θα αποδεσμεύονται | να αποδεσμεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδεσμεύτηκα | θα αποδεσμευτώ | να αποδεσμευτώ | αποδεσμευτεί | ||
β' ενικ. | αποδεσμεύτηκες | θα αποδεσμευτείς | να αποδεσμευτείς | αποδεσμεύσου | ||
γ' ενικ. | αποδεσμεύτηκε | θα αποδεσμευτεί | να αποδεσμευτεί | |||
α' πληθ. | αποδεσμευτήκαμε | θα αποδεσμευτούμε | να αποδεσμευτούμε | |||
β' πληθ. | αποδεσμευτήκατε | θα αποδεσμευτείτε | να αποδεσμευτείτε | αποδεσμευτείτε | ||
γ' πληθ. | αποδεσμεύτηκαν αποδεσμευτήκαν(ε) |
θα αποδεσμευτούν(ε) | να αποδεσμευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποδεσμευτεί | είχα αποδεσμευτεί | θα έχω αποδεσμευτεί | να έχω αποδεσμευτεί | αποδεσμευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποδεσμευτεί | είχες αποδεσμευτεί | θα έχεις αποδεσμευτεί | να έχεις αποδεσμευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποδεσμευτεί | είχε αποδεσμευτεί | θα έχει αποδεσμευτεί | να έχει αποδεσμευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδεσμευτεί | είχαμε αποδεσμευτεί | θα έχουμε αποδεσμευτεί | να έχουμε αποδεσμευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποδεσμευτεί | είχατε αποδεσμευτεί | θα έχετε αποδεσμευτεί | να έχετε αποδεσμευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδεσμευτεί | είχαν αποδεσμευτεί | θα έχουν αποδεσμευτεί | να έχουν αποδεσμευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδεσμεύομαι
|