ενεστώτας let go
γ΄ ενικό ενεστώτα lets go
αόριστος let go
παθητική μετοχή let go
ενεργητική μετοχή letting go

  Ετυμολογία

επεξεργασία
let go < → δείτε τις λέξεις let και go

let go (en) (ιδιωματισμός)

  1. αφήνω, μου πέφτω, σταματάω να κρατάω κάποιον ή κάτι
    ⮡  Let me go, please!
    Άσε με, σε παρακαλώ!
    ⮡  Let go of the child/my arm!
    Άσε το παιδί/το χέρι μου!
    ⮡  Let go of my hair!
    Άφησε τα μαλλιά μου!
    ⮡  Don’t let go of the rope!
    Μην αφήνεις το σκοινί!
    ⮡  I did not let go of it intentionally.
    Δεν το άφησα επίτηδες.
    ⮡  I let go of the vase.
    Μου έπεσε το βάζο.
    ⮡  Make sure you do not let go of the child.
    Πρόσεξε μη σου πέσει το παιδί.
     συνώνυμα:  drop και release
  2. αφήνω, ελευθερώνω
    ⮡  They let all the political prisoners go.
    Άφησαν όλους τους πολιτικούς κρατουμένους.
  3. απολύω
    ⮡  They let go 500 workers.
    Απόλυσαν 500 εργάτες.
    ⮡  A third of the personnel was let go due to economic reasons.
    Aπολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fire
  • let go - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106. ISBN 9780194325684. , λήμμα: απολύω