let go
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | let go |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets go |
αόριστος | let go |
παθητική μετοχή | let go |
ενεργητική μετοχή | letting go |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlet go (en) (ιδιωματισμός)
- αφήνω, μου πέφτω, σταματάω να κρατάω κάποιον ή κάτι
- ⮡ Let me go, please!
- Άσε με, σε παρακαλώ!
- ⮡ Let go of the child/my arm!
- Άσε το παιδί/το χέρι μου!
- ⮡ Let go of my hair!
- Άφησε τα μαλλιά μου!
- ⮡ Don’t let go of the rope!
- Μην αφήνεις το σκοινί!
- ⮡ I did not let go of it intentionally.
- Δεν το άφησα επίτηδες.
- ⮡ I let go of the vase.
- Μου έπεσε το βάζο.
- ⮡ Make sure you do not let go of the child.
- Πρόσεξε μη σου πέσει το παιδί.
- ≈ συνώνυμα: drop και release
- ⮡ Let me go, please!
- αφήνω, ελευθερώνω
- ⮡ They let all the political prisoners go.
- Άφησαν όλους τους πολιτικούς κρατουμένους.
- ⮡ They let all the political prisoners go.
- απολύω
Πηγές
επεξεργασία- let go - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύω