• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αμολημένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμολημένος η αμολημένη το αμολημένο
      γενική του αμολημένου της αμολημένης του αμολημένου
    αιτιατική τον αμολημένο την αμολημένη το αμολημένο
     κλητική αμολημένε αμολημένη αμολημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμολημένοι οι αμολημένες τα αμολημένα
      γενική των αμολημένων των αμολημένων των αμολημένων
    αιτιατική τους αμολημένους τις αμολημένες τα αμολημένα
     κλητική αμολημένοι αμολημένες αμολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμολάω

Μετοχή

επεξεργασία

αμολημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αμολάω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αμολημένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμολημένος&oldid=5451274"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 16:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 16:09. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας