Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμολημέν
ος
η
αμολημέν
η
το
αμολημέν
ο
γενική
του
αμολημέν
ου
της
αμολημέν
ης
του
αμολημέν
ου
αιτιατική
τον
αμολημέν
ο
την
αμολημέν
η
το
αμολημέν
ο
κλητική
αμολημέν
ε
αμολημέν
η
αμολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμολημέν
οι
οι
αμολημέν
ες
τα
αμολημέν
α
γενική
των
αμολημέν
ων
των
αμολημέν
ων
των
αμολημέν
ων
αιτιατική
τους
αμολημέν
ους
τις
αμολημέν
ες
τα
αμολημέν
α
κλητική
αμολημέν
οι
αμολημέν
ες
αμολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμολημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αμολάω
Μετοχή
επεξεργασία
αμολημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αμολάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμολημένος