Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμολημένος η αμολημένη το αμολημένο
      γενική του αμολημένου της αμολημένης του αμολημένου
    αιτιατική τον αμολημένο την αμολημένη το αμολημένο
     κλητική αμολημένε αμολημένη αμολημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμολημένοι οι αμολημένες τα αμολημένα
      γενική των αμολημένων των αμολημένων των αμολημένων
    αιτιατική τους αμολημένους τις αμολημένες τα αμολημένα
     κλητική αμολημένοι αμολημένες αμολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμολάω

  Μετοχή επεξεργασία

αμολημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αμολάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία