stem
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stem (en)
- ο βλαστός, ο μίσχος
- (γλωσσολογία) το θέμα, η ρίζα μιας λέξης
ΡήμαΕπεξεργασία
stem (en)
Ολλανδικά (nl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stem (nl)
stem (en)
stem (en)
stem (nl)