↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταγμοδόχη οι σταγμοδόχες
      γενική της σταγμοδόχης των σταγμοδοχών
    αιτιατική τη σταγμοδόχη τις σταγμοδόχες
     κλητική σταγμοδόχη σταγμοδόχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταγμοδόχη < στάγμα + -ο- + -δόχη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταγμοδόχη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία