γραφίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γραφίδα | οι | γραφίδες |
γενική | της | γραφίδας | των | γραφίδων |
αιτιατική | τη | γραφίδα | τις | γραφίδες |
κλητική | γραφίδα | γραφίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γραφίδα < αρχαία ελληνική γραφίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραφίδα θηλυκό
- όργανο με οξεία απόληξη που χρησιμοποιείται για να γράφουμε· η πένα
- ακίδα που μετακινείται με ειδικό μηχανισμό και γράφει πάνω σε ταινία χαρτιού στα αυτογραφικά όργανα
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος συγγράφει
- η ευαίσθητη ποιητική γραφίδα της Μαρίας Πολυδούρη