stylo
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stylo < περικοπή του stylographe
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↴ νέα ελληνικά: στυλό
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstylo (fr) αρσενικό, πληθυντικός: des stylos)
- (γραφική ύλη) το στυλό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- stylo - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- stylo - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé