Ετυμολογία

επεξεργασία
stylo < περικοπή του stylographe
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: στυλό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sti.lo/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stylo (fr) αρσενικό, πληθυντικός: des stylos)

Συγγενικά

επεξεργασία