Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
style styles

style (en)

  1. το στιλ, το ύφος, ο τρόπος
  2. (πληροφορική) η οπτική παρουσίαση εγγράφου, κειμένου (έντονοι χαρακτήρες, υπογραμμίσεις, κλπ)
ενεστώτας style
γ΄ ενικό ενεστώτα styles
αόριστος styled
παθητική μετοχή styled
ενεργητική μετοχή styling

style (en)

  • σχεδιάζω την εμφάνιση, την παρουσίαση σε κάτι ή σε κάποιον

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • style στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



      ενικός         πληθυντικός  
style styles

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

style (fr) ουδέτερο