Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staɪl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
style styles

style (en)

  1. το στιλ, το ύφος, ο τρόπος
  2. (πληροφορική) η οπτική παρουσίαση εγγράφου, κειμένου (έντονοι χαρακτήρες, υπογραμμίσεις, κλπ)

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας style
γ΄ ενικό ενεστώτα styles
αόριστος styled
παθητική μετοχή styled
ενεργητική μετοχή styling

style (en)

  • σχεδιάζω την εμφάνιση, την παρουσίαση σε κάτι ή σε κάποιον

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • style στην αγγλική Βικιπαίδεια  



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
style styles

  Ετυμολογία επεξεργασία

style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steyg-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stil/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

style (fr) ουδέτερο