style
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
style | styles |
style (en)
- το στιλ, το ύφος, ο τρόπος
- (πληροφορική) η οπτική παρουσίαση εγγράφου, κειμένου (έντονοι χαρακτήρες, υπογραμμίσεις, κλπ)
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | style |
γ΄ ενικό ενεστώτα | styles |
αόριστος | styled |
παθητική μετοχή | styled |
ενεργητική μετοχή | styling |
style (en)
- σχεδιάζω την εμφάνιση, την παρουσίαση σε κάτι ή σε κάποιον
Δείτε επίσης
επεξεργασία- style στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
style | styles |
Ετυμολογία
επεξεργασία- style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steyg-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstyle (fr) ουδέτερο
- το στιλ