stilus
Λατινικά (la) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyg-. Συγγενές με τα (λατινικά) instigo (instigare), (αρχαία ελληνική ) στίζω και (πρωτογερμανική) *stikaną
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stilus (la) αρσενικό και stylus (la) αρσενικό
- μακρόστενο μυτερό αντικείμενο
- γραφίδα για επικηρωμένες πλάκες και γραφίδα κεραμοποιίας
- (νεολατινικά), πληροφορική γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή stylus) (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
- το στέλεχος του φυτού
- στιλ
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στιλ
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stilus | stilī |
γενική | stilī | stilōrum |
δοτική | stilō | stilīs |
αιτιατική | stilum | stilōs |
κλητική | stile | stilī |
αφαιρετική | stilō | stilīs |