stilus
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyg-. Συγγενές με τα (λατινικά) instigo (instigare), (αρχαία ελληνική) στίζω και (πρωτογερμανική) *stikaną
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stilus (la) αρσενικό και stylus (la) αρσενικό
- μακρόστενο μυτερό αντικείμενο
- γραφίδα για επικηρωμένες πλάκες και γραφίδα κεραμοποιίας
- (νεολατινική σημασία, πληροφορική) γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή stylus) (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
- το στέλεχος του φυτού
- στιλ
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στιλ
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stilus | stilī |
γενική | stilī | stilōrum |
δοτική | stilō | stilīs |
αιτιατική | stilum | stilōs |
κλητική | stile | stilī |
αφαιρετική | stilō | stilīs |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «stilus» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.