Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

stilus (la) αρσενικό

  1. μακρόστενο μυτερό αντικείμενο
  2. γραφίδα για επικηρωμένες πλάκες και γραφίδα κεραμοποιίας
    • (νεολατινική σημασία , πληροφορική) γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή stylus) (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
  3. το στέλεχος του φυτού
  4. στιλ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

stilus (λατινικά)

αγγλικά: style
γερμανικά: Stil
ισπανικά: estilo
παλαιά γαλλικά
μέση γαλλική
γαλλικά: style

 και δείτε  stilus#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Για το αρχαίο ελληνικό στῦλος  δείτε  *steh₂-