μακρόστενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μακρόστενος < μακρό- + στενός (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈkɾo.ste.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρό‐στε‐νος