στενόμακρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενόμακρος < στενό- + μακρύς (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steˈno.ma.kɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νό‐μα‐κρος
Επίθετο
επεξεργασίαστενόμακρος, -η, -ο
στενόμακρος, -η, -ο