↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενόμακρος η στενόμακρη το στενόμακρο
      γενική του στενόμακρου της στενόμακρης του στενόμακρου
    αιτιατική τον στενόμακρο τη στενόμακρη το στενόμακρο
     κλητική στενόμακρε στενόμακρη στενόμακρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενόμακροι οι στενόμακρες τα στενόμακρα
      γενική των στενόμακρων των στενόμακρων των στενόμακρων
    αιτιατική τους στενόμακρους τις στενόμακρες τα στενόμακρα
     κλητική στενόμακροι στενόμακρες στενόμακρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στενόμακρος < στενό- + μακρύς (παρατακτικό σύνθετο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /steˈno.ma.kɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐νό‐μα‐κρος

  Επίθετο

επεξεργασία

στενόμακρος, -η, -ο