oblong
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαoblong (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oblong | oblongs |
θηλυκό | oblongue | oblongues |
oblong (fr)
- μακρόστενος, στενόμακρος
- λιγότερο ψηλός παρά φαρδύς