Δείτε επίσης: στύλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στῦλος οἱ στῦλοι
      γενική τοῦ στύλου τῶν στύλων
      δοτική τῷ στύλ τοῖς στύλοις
    αιτιατική τὸν στῦλον τοὺς στύλους
     κλητική ! στῦλε στῦλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στύλω
γεν-δοτ τοῖν  στύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στῦλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sth₂-u-lo- «πάσσαλος, στύλος» < *steh₂- «στέκομαι». Συγγενές με το σανσκριτικά sthū́ṇā «στύλος, στυλοβάτης» και το αβεστικά stūna-, stunā «ίδιος».[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στῦλος, -ου αρσενικό

  1. (οικοδομική, αρχιτεκτονική) κίονας
  2. ξύλινος πάσσαλος
  3. εργαλείο χάραξης (γραφής) πάνω σε πινακίδες με κερί

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.