στῦλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στῦλος | οἱ | στῦλοι |
γενική | τοῦ | στύλου | τῶν | στύλων |
δοτική | τῷ | στύλῳ | τοῖς | στύλοις |
αιτιατική | τὸν | στῦλον | τοὺς | στύλους |
κλητική ὦ! | στῦλε | στῦλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στῦλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sth₂-u-lo- «πάσσαλος, στύλος» < *steh₂- «στέκομαι». Συγγενές με το σανσκριτικά sthū́ṇā «στύλος, στυλοβάτης» και το αβεστικά stūna-, stunā «ίδιος».[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστῦλος, -ου αρσενικό
- (οικοδομική, αρχιτεκτονική) κίονας
- ξύλινος πάσσαλος
- εργαλείο χάραξης (γραφής) πάνω σε πινακίδες με κερί
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στυλό (νέα ελληνικά)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- στῦλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στῦλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.