Δείτε επίσης: στύλος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στῦλος οἱ στῦλοι
      γενική τοῦ στύλου τῶν στύλων
      δοτική τῷ στύλ τοῖς στύλοις
    αιτιατική τὸν στῦλον τοὺς στύλους
     κλητική ! στῦλε στῦλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στύλω
γεν-δοτ τοῖν  στύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στῦλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sth₂-u-lo- «πάσσαλος, στύλος» < *steh₂- «στέκομαι». Συγγενές με το σανσκριτικά sthū́ṇā «στύλος, στυλοβάτης» και το αβεστικά stūna-, stunā «ίδιος».[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία