ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μεσοστῡλιο-
ονομαστική τὸ μεσοστύλιον τὰ μεσοστύλι
      γενική τοῦ μεσοστυλίου τῶν μεσοστυλίων
      δοτική τῷ μεσοστυλί τοῖς μεσοστυλίοις
    αιτιατική τὸ μεσοστύλιον τὰ μεσοστύλι
     κλητική ! μεσοστύλιον μεσοστύλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσοστυλίω
γεν-δοτ τοῖν  μεσοστυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοστύλιον < μεσο- + στυλίον, υποκοριστικό του στῦλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοστύλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)