Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιστύλιον < ἐπί + στῦλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιστύλιον ουδέτερο

  1. ράφι
  2. το επιστύλιο