περίστυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίστυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίστυλος < περί- + στῦλος (στύλος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.sti.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐στυ‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαπερίστυλος
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) που έχει τριγύρω σειρά από κίονες ή από περιστύλιο
- ⮡ ο περίστυλος αίθριος χώρος του αρχαίου οίκου
Συγγενικά
επεξεργασία- περιστύλιο
- περίστυλο
- → δείτε τις λέξεις περιστύλιο, περί και στύλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περίστυλος
|