↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίστυλος η περίστυλη το περίστυλο
      γενική του περίστυλου της περίστυλης του περίστυλου
    αιτιατική τον περίστυλο την περίστυλη το περίστυλο
     κλητική περίστυλε περίστυλη περίστυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίστυλοι οι περίστυλες τα περίστυλα
      γενική των περίστυλων των περίστυλων των περίστυλων
    αιτιατική τους περίστυλους τις περίστυλες τα περίστυλα
     κλητική περίστυλοι περίστυλες περίστυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίστυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίστυλος < περί- + στῦλος (στύλος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈɾi.sti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐στυ‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

περίστυλος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία