Δείτε επίσης: αἴθριος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αίθριος η αίθρια το αίθριο
      γενική του αίθριου της αίθριας του αίθριου
    αιτιατική τον αίθριο την αίθρια το αίθριο
     κλητική αίθριε αίθρια αίθριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αίθριοι οι αίθριες τα αίθρια
      γενική των αίθριων των αίθριων των αίθριων
    αιτιατική τους αίθριους τις αίθριες τα αίθρια
     κλητική αίθριοι αίθριες αίθρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αίθριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴθριος < πιθανόν αἴθω (καίω) ή αἴθρη / αἴθρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.θɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αί‐θρι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αίθριος, -α, -ο

  1. (μετεωρολογία) ο καιρός που δεν έχει σύννεφα αλλά λιακάδα
    ⮡ Ο αίθριος καιρός έχει ελάχιστη νέφωση, σύμφωνα με μια ορισμένη κλίμακα που καλύπτει τις διαβαθμίσεις από τον εντελώς ανέφελο μέχρι τον εντελώς νεφοσκεπή ουρανό.
  2. (μεταφορικά) γαλήνιος, ήσυχος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία